Mπορεί η Πάρνηθα να είναι κοντά στην Αθήνα, είναι άλλωστε ο κοντινότερος Εθνικός Δρυμός σε πόλη στην Ευρώπη, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για βουνό. Από τη στιγμή που ξεκινάς να πας κάπου, πρέπει να έχεις διαβάσει λίγα πράγματα”. Για τον Γιάννη Χέλη, ο οποίος εργάζεται στο Καταφύγιο Μπάφι από το 2009 και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει μόνιμα εκεί με την οικογένειά του, η εκπαίδευση του κόσμου σχετικά με τη φύση και την άγρια ζωή, είναι ζωτικής σημασίας. Μαζί με τον Στέφανο Σιδηρόπουλο διαχειρίζονται τον χώρο και πράττουν ανάλογα για οποιαδήποτε συντήρηση και εργασία σε συνεννόηση με τον Ορειβατικό Σύλλογο Αθηνών, όπου και ανήκει το Καταφύγιο.
Η επισκεψιμότητα τόσο στο καταφύγιο όσο και το βουνό έχει αυξηθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότερος κόσμος αποζητά να βρεθεί στη φύση. “Παρατηρήσαμε μια μεγάλη αύξηση επισκέψεων μετά την καραντίνα, που τώρα έχει έρθει σε μια ισορροπία” λέει ο Γιάννης Χέλης. “Ο κόσμος ανακάλυψε τη φύση και θέλησε να παραμείνει σε αυτή όσο γίνεται”.
Το Καταφύγιο Μπάφι συνδυάζει διαμονή, φαγητό και δραστηριότητες, ενώ παράλληλα διοργανώνονται και σημαντικές ενέργειες όπως η επερχόμενη εθελοντική δράση συλλογής απορριμάτων. Έχει τις υποδομές να κοιμίσει 62 άτομα – σε δωμάτια από δύο μέχρι είκοσι άτομα– και το εστιατόριο προσφέρει σπιτικό φαγητό, με χειροποίητες πίτες και γλυκά, και ζεστά ροφήματα. Πλέον όλο και περισσότεροι είναι οι επισκέπτες της καθημερινές αλλά τα Σαββατοκύριακα το Καταφύγιο έχει την τιμητική του. Δεν είναι λίγοι και οι επισκέπτες που έρχονται από το εξωτερικό για να μείνουν στο βουνό, να κάνουν πεζοπορία ή ποδήλατο.
“Περισσότερος κόσμος ανεβαίνει πλέον σε όλα τα βουνά όχι μόνο στην Πάρνηθα. Έχει αυξηθεί η ανάγκη να βγούμε έξω και να κάνουμε κάτι διαφορετικό από αυτά που έχουμε συνηθίσει.
Μια εξόρμηση στην Πάρνηθα είναι πλέον τόσο κοντά αλλά στην πραγματικότητα σε ταξιδεύει τόσο μακριά”. Στην ιστοσελίδα του Καταφυγίου μπορεί να ενημερωθεί κάποιος για τις δραστηριότητες, που οργανώνονται με την Trekking Hellas και που απευθύνονται σε άτομα κάθε ηλικίας και φυσικής κατάστασης. Το ίδιο ισχύει και για τον Ορειβατικό Σύλλογο Αθηνών. “Αυτό που χρειάζεσαι για να ξεκινήσεις μια δραστηριότητα είναι η θέληση. Υπάρχουν επιλογές για αρχάριους, για ανθρώπους που περπατάνε πρώτη φορά στο βουνό. Πρέπει όμως πριν ξεκινήσεις να διαβάσεις τα χιλιόμετρα, τις αποστάσεις, να ξέρεις πόσο δύσκολη είναι η διαδρομή”.
Μπορεί μια εκδρομή στο βουνό να φαντάζει ως η τέλεια ιδέα, αλλά απαιτείται μια προετοιμασία και φυσικά ενημέρωση – από τον κατάλληλο εξοπλισμό μέχρι τους κανόνες συμπεριφοράς. Κι αυτό για να αποφύγεις τυχόν δυσάρεστες καταστάσεις όπως το να χαθείς μέσα στο βουνό. “Μπορείς πολύ εύκολα να χάσεις το μονοπάτι, να πιάσει ομίχλη ή να αλλάξουν οι καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν αρκετές σημάνσεις και φυσικά η βοήθεια της τεχνολογίας, όπως ένα GPS με χάρτη που δείχνει τα μονοπάτια. Φυσικά δεν είναι ο ίδιος που χρησιμοποιούμε για να μετακινηθούμε στην πόλη με το αυτοκίνητο”.
Έχει αρνητικό αντίκτυπο η παρουσία μας στη φύση; “Θα έλεγα ότι σιγά – σιγά εκπαιδευόμαστε αλλά αν αυτό ξεκίναγε από μικρή ηλικία ενδεχομένως να ήταν λίγο καλύτερα. Και δεν θα σου μόνο από το να αφήσουμε πίσω μας πολλά σκουπίδια, αλλά για τη γενικότερη συμπεριφορά μας στο βουνό. Ότι θα ταΐσουμε ένα ελάφι αγνοώντας την ταμπέλα “μην ταΐζετε τα ελάφια”, γιατί έτσι δημιουργούμε πρόβλημα στην υγεία τους, μέχρι το πώς θα οδηγήσουμε στον δρόμο, αν θα περπατήσουμε εκτός μονοπατιού που μπορεί να πατήσουμε κάποια λουλούδια ή φυτά. Αν τα βάλω όμως στη ζυγαριά δυσκολεύομαι τελικά να πω αν η μεγαλύτερη επισκεψιμότητα είναι κάτι καλό ή κακό. Έρχεται πολύς κόσμος πλέον στη φύση και του κάνει καλό να ξεφεύγει μία - δύο ώρες από το άγχος της πόλης. Θεωρώ ότι κάνει πολύ καλό στους ανθρώπους να έρχονται εδώ, να βλέπεις οικογένειες να κάνουν πικνίκ, παιδιά να παίζουν ελεύθερα στη φύση από το να είναι μπροστά σε έναν υπολογιστή. Απλά πρέπει να σεβόμαστε και να εκπαιδευόμαστε και όχι να τα αφήνουμε όλα στην τύχη τους. Δεν είναι σωστό”.
Συνειρμικά, θα σκεφτούμε το περιστατικό με την επίθεση του λύκου στον σκύλο μιας οικογένειας κοντά στο Καταφύγιο Μπάφι. “Η επαναφορά του λύκου στην Πάρνηθα έχει γίνει εδώ και αρκετά χρόνια και θα έπρεπε να υπάρχει εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, όπως το να μην πετάμε φαγητό γιατί ο λύκος εξοικειώνεται όλο και πιο πολύ με τον κόσμο και να μην προσπαθούμε να τον φωτογραφίσουμε. Μιλώντας καθαρά από την προσωπική μου εμπειρία, όσες φορές τον έχω δει δεν έχω νιώσει απειλή. Θα πω ότι περισσότερες φορές έχω νιώσει απειλή από κάποιο αρσενικό ελάφι το οποίο όταν πάει να φύγει έρχεται από τον φόβο του κατά πάνω σου – όχι ότι επιτίθεται στον άνθρωπο. Δυστυχώς το συμβάν βγήκε πολύ άσχημα προς τα έξω, πολύ αρνητικά και δεν σου κρύβω ότι πολλές οικογένειες και σχολεία ακύρωσαν την εκδρομή τους. Το Καταφύγιο δεν είναι υπεύθυνο για όλο το βουνό και το δάσος, αλλά το Δασαρχείο. Πρέπει να αφήσουμε τα ζώα στην ησυχία τους και να θυμόμαστε ότι εμείς είμαστε φιλοξενούμενοι εδώ. Πρέπει να σεβαστούμε τον χώρο”.
Προτού μετακομίσει μόνιμα στην Πάρνηθα, ο Γιάννης Χέλης ζούσε στο Αιγάλεω. Σήμερα, δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του στην πόλη και χαίρεται που η 13 μηνών κόρη του μεγαλώνει στη φύση. “Θεωρώ ότι στο λεκανοπέδιο της Αττικής είναι μάλλον το μοναδικό παιδί που ζει σε υψόμετρο 1161 μέτρων. Δεν είμαστε όμως τόσο μακριά από την πόλη. Σε 25 λεπτά το πολύ είμαστε στο Μενίδι και σε 45', υπό κανονικές συνθήκες, στο κέντρο της Αθήνας. Δεν θεωρώ ότι είναι κάτι επικίνδυνο, για εμάς είναι τρόπος ζωής. Ξέρουμε πλέον τις συνθήκες και τι θα κάνουμε σε κάθε περίπτωση, όταν έχει χιόνι για παράδειγμα. Αν με ρωτήσεις πού φοβάμαι περισσότερο θα σου πω στην πόλη παρά στο βουνό”.
Από το 2023, οι δύο διαχειριστές του Μπάφι θα αναλάβουν πλέον και το Φλαμπούρι, ένα ακόμα καταφύγιο στην Πάρνηθα, το οποίο ανήκει στον Ορειβατικό Σύλλογο Αχαρνών. Πρόκειται για ένα μικρότερο καταφύγιο με λιγότερους κοιτώνες και χώρους φαγητού, με πολύ ωραία θέα, στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος με το αυτοκίνητό του (διανύοντας έναν χωματόδρομο 1,5-2 χλμ) ή με ένα περπάτημα 20 λεπτών από τον κεντρικό δρόμο.
“Και τα δύο μέρη είναι πολύ όμορφα και για όλο τον κόσμο, αλλά θα πω ότι τους χειμερινούς μήνες, όταν έχει χιόνι, η πρόσβαση στο Φλαμπούρι είναι πιο δύσκολη, καθώς το κομμάτι του χωματόδρομου δεν ξεχιονίζεται. Θα έλεγα ότι είναι μόνο για όσους διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Και αυτό ισχύει γενικότερα όταν το βουνό έχει χιόνια και κλείνει. Να ανεβαίνει από τα μονοπάτια μόνο όποιος έχει εμπειρία και εξοπλισμό. Εμείς εδώ είμαστε εξοικειωμένοι και ξέρουμε ότι δεν πρέπει να το παίξουμε έξυπνοι όταν χιονίζει και να προετοιμαστούμε κατάλληλα. Φυσικά κι εμείς κάναμε λάθη αλλά μάθαμε. Όταν χιονίζει, δεν παίρνουμε απλώς το αμάξι και λέμε οκ, πάμε. Δεν είναι η εύκολη λύση να βάλεις απλώς αλυσίδες, πρέπει να ξέρεις να τις χρησιμοποιείς. Στην Αθήνα δεν είχαμε συχνά τέτοια καιρικά φαινόμενα, αλλά αν συνεχιστούν θα πρέπει να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε μέσα κι έξω από το σπίτι”.
Μιλώντας για διαχείριση, η Πάρνηθα έχει υποστεί μεγάλες ζημιές από τις πυρκαγιές. Εκτός από τις αντιπυρικές ζώνες που υπάρχουν, πλέον το βουνό κλείνει με εντολή της Πολιτικής Προστασίας όταν ο βαθμός επικινδυνότητας αέρα και θερμοκρασίας αυξάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χιονόπτωση. “Ας ελπίσουμε να μη γίνει άλλη ζημιά, γιατί η Πάρνηθα είναι ένας πολύ σημαντικός πνεύμονας για το λεκανοπέδιο της Αττικής” καταλήγει ο Γιάννης Χέλης.
ΜΑΡΩ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΔΗ - WWW.NEWS247.GR